1 To the chief Musician,5329 even to Jeduthun,3038 A Psalm4210 of David.1732 I said,559 I will take heed8104 to my ways,1870 that I sin not4480 2398 with my tongue:3956 I will keep8104 my mouth6310 with a bridle,4269 while5750 the wicked7563 is before5048 me. 2 I was dumb481 with silence,1747 I held my peace,2814 even from good;4480 2896 and my sorrow3511 was stirred.5916 3 My heart3820 was hot2552 within7130 me, while I was musing1901 the fire784 burned:1197 then spoke1696 I with my tongue,3956 4 LORD,3068 make me to know3045 mine end,7093 and the measure4060 of my days,3117 what4100 it1931 is; that I may know3045 how4100 frail2310 I589 am. 5 Behold,2009 thou hast made5414 my days3117 as a handbreadth;2947 and mine age2465 is as nothing369 before5048 thee: verily389 every3605 man120 at his best state5324 is altogether3605 vanity.1892 Selah.5542 6 Surely389 every man376 walketh1980 in a vain show:6754 surely389 they are disquieted1993 in vain:1892 he heapeth up6651 riches, and knoweth3045 not3808 who4310 shall gather622 them. 7 And now,6258 Lord,136 what4100 wait6960 I for? my hope8431 is in thee. 8 Deliver5337 me from all4480 3605 my transgressions:6588 make7760 me not408 the reproach2781 of the foolish.5036 9 I was dumb,481 I opened6605 not3808 my mouth;6310 because3588 thou859 didst6213 it. 10 Remove5493 thy stroke5061 away from4480 5921 me: I589 am consumed3615 by the blow4480 8409 of thine hand.3027 11 When thou with rebukes8433 dost correct3256 man376 for5921 iniquity,5771 thou makest his beauty2530 to consume away4529 like a moth:6211 surely389 every3605 man120 is vanity.1892 Selah.5542 12 Hear8085 my prayer,8605 O LORD,3068 and give ear238 unto my cry;7775 hold not thy peace2790 408 at413 my tears:1832 for3588 I595 am a stranger1616 with5973 thee, and a sojourner,8453 as all3605 my fathers1 were. 13 O spare8159 4480 me, that I may recover strength,1082 before2962 I go1980 hence, and be no369 more. |
1 εἰς τὸ τέλος τῷ Δαυιδ ψαλμός 2 ὑπομένων ὑπέμεινα τὸν κύριον καὶ προσέσχεν μοι καὶ εἰσήκουσεν τῆς δεήσεώς μου 3 καὶ ἀνήγαγέν με ἐκ λάκκου ταλαιπωρίας καὶ ἀπὸ πηλοῦ ἰλύος καὶ ἔστησεν ἐπὶ πέτραν τοὺς πόδας μου καὶ κατηύθυνεν τὰ διαβήματά μου 4 καὶ ἐνέβαλεν εἰς τὸ στόμα μου ᾆσμα καινόν ὕμνον τῷ θεῷ ἡμῶν ὄψονται πολλοὶ καὶ φοβηθήσονται καὶ ἐλπιοῦσιν ἐπὶ κύριον 5 μακάριος ἀνήρ οὗ ἐστιν τὸ ὄνομα κυρίου ἐλπὶς αὐτοῦ καὶ οὐκ ἐνέβλεψεν εἰς ματαιότητας καὶ μανίας ψευδεῖς 6 πολλὰ ἐποίησας σύ κύριε ὁ θεός μου τὰ θαυμάσιά σου καὶ τοῖς διαλογισμοῖς σου οὐκ ἔστιν τίς ὁμοιωθήσεταί σοι ἀπήγγειλα καὶ ἐλάλησα ἐπληθύνθησαν ὑπὲρ ἀριθμόν 7 θυσίαν καὶ προσφορὰν οὐκ ἠθέλησας ὠτία δὲ κατηρτίσω μοι ὁλοκαύτωμα καὶ περὶ ἁμαρτίας οὐκ ᾔτησας 8 τότε εἶπον ἰδοὺ ἥκω ἐν κεφαλίδι βιβλίου γέγραπται περὶ ἐμοῦ 9 τοῦ ποιῆσαι τὸ θέλημά σου ὁ θεός μου ἐβουλήθην καὶ τὸν νόμον σου ἐν μέσῳ τῆς κοιλίας μου 10 εὐηγγελισάμην δικαιοσύνην ἐν ἐκκλησίᾳ μεγάλῃ ἰδοὺ τὰ χείλη μου οὐ μὴ κωλύσω κύριε σὺ ἔγνως 11 τὴν δικαιοσύνην σου οὐκ ἔκρυψα ἐν τῇ καρδίᾳ μου τὴν ἀλήθειάν σου καὶ τὸ σωτήριόν σου εἶπα οὐκ ἔκρυψα τὸ ἔλεός σου καὶ τὴν ἀλήθειάν σου ἀπὸ συναγωγῆς πολλῆς 12 σὺ δέ κύριε μὴ μακρύνης τοὺς οἰκτιρμούς σου ἀπ᾽ ἐμοῦ τὸ ἔλεός σου καὶ ἡ ἀλήθειά σου διὰ παντὸς ἀντελάβοντό μου 13 ὅτι περιέσχον με κακά ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός κατέλαβόν με αἱ ἀνομίαι μου καὶ οὐκ ἠδυνήθην τοῦ βλέπειν ἐπληθύνθησαν ὑπὲρ τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς μου καὶ ἡ καρδία μου ἐγκατέλιπέν με 14 εὐδόκησον κύριε τοῦ ῥύσασθαί με κύριε εἰς τὸ βοηθῆσαί μοι πρόσχες 15 καταισχυνθείησαν καὶ ἐντραπείησαν ἅμα οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχήν μου τοῦ ἐξᾶραι αὐτήν ἀποστραφείησαν εἰς τὰ ὀπίσω καὶ ἐντραπείησαν οἱ θέλοντές μοι κακά 16 κομισάσθωσαν παραχρῆμα αἰσχύνην αὐτῶν οἱ λέγοντές μοι εὖγε εὖγε 17 ἀγαλλιάσαιντο καὶ εὐφρανθείησαν ἐπὶ σοὶ πάντες οἱ ζητοῦντές σε κύριε καὶ εἰπάτωσαν διὰ παντός μεγαλυνθήτω ὁ κύριος οἱ ἀγαπῶντες τὸ σωτήριόν σου 18 ἐγὼ δὲ πτωχός εἰμι καὶ πένης κύριος φροντιεῖ μου βοηθός μου καὶ ὑπερασπιστής μου σὺ εἶ ὁ θεός μου μὴ χρονίσῃς |
1 לַמְנַצֵּ֥חַ לידיתון לִֽידוּת֗וּן מִזְמ֥וֹר לְדָוִֽד׃ 2 אָמַ֗רְתִּי אֶֽשְׁמְרָ֣ה דְרָכַי֮ מֵחֲט֪וֹא בִלְשׁ֫וֹנִ֥י אֶשְׁמְרָ֥ה לְפִ֥י מַחְס֑וֹם בְּעֹ֖ד רָשָׁ֣ע לְנֶגְדִּֽי׃ 3 נֶאֱלַ֣מְתִּי ד֭וּמִיָּה הֶחֱשֵׁ֣יתִי מִטּ֑וֹב וּכְאֵבִ֥י נֶעְכָּֽר׃ 4 חַם־לִבִּ֨י׀ בְּקִרְבִּ֗י בַּהֲגִיגִ֥י תִבְעַר־אֵ֑שׁ דִּ֝בַּ֗רְתִּי בִּלְשֽׁוֹנִי׃ 5 הוֹדִ֘יעֵ֤נִי יְהוָ֨ה׀ קִצִּ֗י וּמִדַּ֣ת יָמַ֣י מַה־הִ֑יא אֵ֝דְעָ֗ה מֶה־חָדֵ֥ל אָֽנִי׃ 6 הִנֵּ֤ה טְפָח֨וֹת׀ נָ֘תַ֤תָּה יָמַ֗י וְחֶלְדִּ֣י כְאַ֣יִן נֶגְדֶּ֑ךָ אַ֥ךְ כָּֽל־הֶ֥בֶל כָּל־אָ֝דָ֗ם נִצָּ֥ב סֶֽלָה׃ 7 אַךְ־בְּצֶ֤לֶם׀ יִֽתְהַלֶּךְ־אִ֗ישׁ אַךְ־הֶ֥בֶל יֶהֱמָי֑וּן יִ֝צְבֹּ֗ר וְֽלֹא־יֵדַ֥ע מִי־אֹסְפָֽם׃ 8 וְעַתָּ֣ה מַה־קִּוִּ֣יתִי אֲדֹנָ֑י תּ֝וֹחַלְתִּ֗י לְךָ֣ הִֽיא׃ 9 מִכָּל־פְּשָׁעַ֥י הַצִּילֵ֑נִי חֶרְפַּ֥ת נָ֝בָ֗ל אַל־תְּשִׂימֵֽנִי׃ 10 נֶ֭אֱלַמְתִּי לֹ֣א אֶפְתַּח־פִּ֑י כִּ֖י אַתָּ֣ה עָשִֽׂיתָ׃ 11 הָסֵ֣ר מֵעָלַ֣י נִגְעֶ֑ךָ מִתִּגְרַ֥ת יָ֝דְךָ֗ אֲנִ֣י כָלִֽיתִי׃ 12 בְּֽתוֹכָ֘ח֤וֹת עַל־עָוֹ֨ן׀ יִסַּ֬רְתָּ אִ֗ישׁ וַתֶּ֣מֶס כָּעָ֣שׁ חֲמוּד֑וֹ אַ֤ךְ הֶ֖בֶל כָּל־אָדָ֣ם סֶֽלָה׃ 13 שִֽׁמְעָ֥ה־תְפִלָּתִ֨י׀ יְהוָ֡ה וְשַׁוְעָתִ֨י׀ הַאֲזִינָה֮ אֶֽל־דִּמְעָתִ֗י אַֽל־תֶּ֫חֱרַ֥שׁ כִּ֤י גֵ֣ר אָנֹכִ֣י עִמָּ֑ךְ תּ֝וֹשָׁ֗ב כְּכָל־אֲבוֹתָֽי׃ 14 הָשַׁ֣ע מִמֶּ֣נִּי וְאַבְלִ֑יגָה בְּטֶ֖רֶם אֵלֵ֣ךְ וְאֵינֶֽנִּי׃ |
1 In finem. Psalmus ipsi David. 2 [Exspectans exspectavi Dominum, 3 Et exaudivit preces meas, 4 Et immisit in os meum canticum novum, 5 Beatus vir cujus est nomen Domini spes ejus, 6 Multa fecisti tu, Domine Deus meus, mirabilia tua; 7 Sacrificium et oblationem noluisti; 8 tunc dixi: Ecce venio. 9 ut facerem voluntatem tuam. 10 Annuntiavi justitiam tuam in ecclesia magna; 11 Justitiam tuam non abscondi in corde meo; 12 Tu autem, Domine, ne longe facias miserationes tuas a me; 13 Quoniam circumdederunt me mala quorum non est numerus; 14 Complaceat tibi, Domine, ut eruas me; 15 Confundantur et revereantur simul, 16 Ferant confestim confusionem suam, 17 Exsultent et lætentur super te omnes quærentes te; 18 Ego autem mendicus sum et pauper; |