1 A Psalm4210 of David.1732 The earth776 is the LORD's,3068 and the fullness4393 thereof; the world,8398 and they that dwell3427 therein. 2 For3588 he1931 hath founded3245 it upon5921 the seas,3220 and established3559 it upon5921 the floods.5104 3 Who4310 shall ascend5927 into the hill2022 of the LORD?3068 or who4310 shall stand6965 in his holy6944 place?4725 4 He that hath clean5355 hands,3709 and a pure1249 heart;3824 who834 hath not3808 lifted up5375 his soul5315 unto vanity,7723 nor3808 sworn7650 deceitfully.4820 5 He shall receive5375 the blessing1293 from4480 854 the LORD,3068 and righteousness6666 from the God4480 430 of his salvation.3468 6 This2088 is the generation1755 of them that seek1875 him, that seek1245 thy face,6440 O Jacob.3290 Selah.5542 7 Lift up5375 your heads,7218 O ye gates;8179 and be ye lift up,5375 ye everlasting5769 doors;6607 and the King4428 of glory3519 shall come in.935 8 Who4310 is this2088 King4428 of glory?3519 The LORD3068 strong5808 and mighty,1368 the LORD3068 mighty1368 in battle.4421 9 Lift up5375 your heads,7218 O ye gates;8179 even lift them up,5375 ye everlasting5769 doors;6607 and the King4428 of glory3519 shall come in.935 10 Who4310 is1931 this2088 King4428 of glory?3519 The LORD3068 of hosts,6635 he1931 is the King4428 of glory.3519 Selah.5542 |
1 ψαλμὸς τῷ Δαυιδ πρὸς σέ κύριε ἦρα τὴν ψυχήν μου ὁ θεός μου 2 ἐπὶ σοὶ πέποιθα μὴ καταισχυνθείην μηδὲ καταγελασάτωσάν μου οἱ ἐχθροί μου 3 καὶ γὰρ πάντες οἱ ὑπομένοντές σε οὐ μὴ καταισχυνθῶσιν αἰσχυνθήτωσαν πάντες οἱ ἀνομοῦντες διὰ κενῆς 4 τὰς ὁδούς σου κύριε γνώρισόν μοι καὶ τὰς τρίβους σου δίδαξόν με 5 ὁδήγησόν με ἐπὶ τὴν ἀλήθειάν σου καὶ δίδαξόν με ὅτι σὺ εἶ ὁ θεὸς ὁ σωτήρ μου καὶ σὲ ὑπέμεινα ὅλην τὴν ἡμέραν 6 μνήσθητι τῶν οἰκτιρμῶν σου κύριε καὶ τὰ ἐλέη σου ὅτι ἀπὸ τοῦ αἰῶνός εἰσιν 7 ἁμαρτίας νεότητός μου καὶ ἀγνοίας μου μὴ μνησθῇς κατὰ τὸ ἔλεός σου μνήσθητί μου σὺ ἕνεκα τῆς χρηστότητός σου κύριε 8 χρηστὸς καὶ εὐθὴς ὁ κύριος διὰ τοῦτο νομοθετήσει ἁμαρτάνοντας ἐν ὁδῷ 9 ὁδηγήσει πραεῖς ἐν κρίσει διδάξει πραεῖς ὁδοὺς αὐτοῦ 10 πᾶσαι αἱ ὁδοὶ κυρίου ἔλεος καὶ ἀλήθεια τοῖς ἐκζητοῦσιν τὴν διαθήκην αὐτοῦ καὶ τὰ μαρτύρια αὐτοῦ 11 ἕνεκα τοῦ ὀνόματός σου κύριε καὶ ἱλάσῃ τῇ ἁμαρτίᾳ μου πολλὴ γάρ ἐστιν 12 τίς ἐστιν ἄνθρωπος ὁ φοβούμενος τὸν κύριον νομοθετήσει αὐτῷ ἐν ὁδῷ ᾗ ᾑρετίσατο 13 ἡ ψυχὴ αὐτοῦ ἐν ἀγαθοῖς αὐλισθήσεται καὶ τὸ σπέρμα αὐτοῦ κληρονομήσει γῆν 14 κραταίωμα κύριος τῶν φοβουμένων αὐτόν καὶ τὸ ὄνομα κυρίου τῶν φοβουμένων αὐτόν καὶ ἡ διαθήκη αὐτοῦ τοῦ δηλῶσαι αὐτοῖς 15 οἱ ὀφθαλμοί μου διὰ παντὸς πρὸς τὸν κύριον ὅτι αὐτὸς ἐκσπάσει ἐκ παγίδος τοὺς πόδας μου 16 ἐπίβλεψον ἐπ᾽ ἐμὲ καὶ ἐλέησόν με ὅτι μονογενὴς καὶ πτωχός εἰμι ἐγώ 17 αἱ θλίψεις τῆς καρδίας μου ἐπλατύνθησαν ἐκ τῶν ἀναγκῶν μου ἐξάγαγέ με 18 ἰδὲ τὴν ταπείνωσίν μου καὶ τὸν κόπον μου καὶ ἄφες πάσας τὰς ἁμαρτίας μου 19 ἰδὲ τοὺς ἐχθρούς μου ὅτι ἐπληθύνθησαν καὶ μῖσος ἄδικον ἐμίσησάν με 20 φύλαξον τὴν ψυχήν μου καὶ ῥῦσαί με μὴ καταισχυνθείην ὅτι ἤλπισα ἐπὶ σέ 21 ἄκακοι καὶ εὐθεῖς ἐκολλῶντό μοι ὅτι ὑπέμεινά σε κύριε 22 λύτρωσαι ὁ θεός τὸν Ισραηλ ἐκ πασῶν τῶν θλίψεων αὐτοῦ |
1 לְדָוִ֗ד מִ֫זְמ֥וֹר לַֽ֭יהוָה3 הָאָ֣רֶץ וּמְלוֹאָ֑הּ תֵּ֝בֵ֗ל וְיֹ֣שְׁבֵי בָֽהּ׃ 2 כִּי־ה֖וּא עַל־יַמִּ֣ים יְסָדָ֑הּ וְעַל־נְ֝הָר֗וֹת יְכוֹנְנֶֽהָ׃ 3 מִֽי־יַעֲלֶ֥ה בְהַר־יְהוָ֑ה וּמִי־יָ֝קוּם בִּמְק֥וֹם קָדְשֽׁוֹ׃ 4 נְקִ֥י כַפַּ֗יִם וּֽבַר־לֵ֫בָ֥ב אֲשֶׁ֤ר׀ לֹא־נָשָׂ֣א לַשָּׁ֣וְא נַפְשִׁ֑י וְלֹ֖א נִשְׁבַּ֣ע לְמִרְמָֽה׃ 5 יִשָּׂ֣א בְ֭רָכָה מֵאֵ֣ת יְהוָ֑ה וּ֝צְדָקָ֗ה מֵאֱלֹהֵ֥י יִשְׁעֽוֹ׃ 6 זֶ֭ה דּ֣וֹר דרשו דֹּרְשָׁ֑יו מְבַקְשֵׁ֨י פָנֶ֖יךָ יַעֲקֹ֣ב סֶֽלָה׃ 7 שְׂא֤וּ שְׁעָרִ֨ים׀ רָֽאשֵׁיכֶ֗ם וְֽ֭הִנָּשְׂאוּ פִּתְחֵ֣י עוֹלָ֑ם וְ֝יָב֗וֹא מֶ֣לֶךְ הַכָּבֽוֹד׃ 8 מִ֥י זֶה֮ מֶ֤לֶךְ הַכָּ֫ב֥וֹד יְ֭הוָה עִזּ֣וּז וְגִבּ֑וֹר יְ֝הוָ֗ה גִּבּ֥וֹר מִלְחָמָֽה׃ 9 שְׂא֤וּ שְׁעָרִ֨ים׀ רָֽאשֵׁיכֶ֗ם וּ֭שְׂאוּ פִּתְחֵ֣י עוֹלָ֑ם וְ֝יָבֹא מֶ֣לֶךְ הַכָּבֽוֹד׃ 10 מִ֤י ה֣וּא זֶה֮ מֶ֤לֶךְ הַכָּ֫ב֥וֹד יְהוָ֥ה צְבָא֑וֹת ה֤וּא מֶ֖לֶךְ הַכָּב֣וֹד סֶֽלָה׃ |
1 In finem. Psalmus David. [Ad te, Domine, levavi animam meam: 2 Deus meus, in te confido; non erubescam. 3 Neque irrideant me inimici mei: 4 Confundantur omnes iniqua agentes supervacue. 5 Dirige me in veritate tua, et doce me, 6 Reminiscere miserationum tuarum, Domine, 7 Delicta juventutis meæ, et ignorantias meas, ne memineris. 8 Dulcis et rectus Dominus; 9 Diriget mansuetos in judicio; 10 Universæ viæ Domini, misericordia et veritas, 11 Propter nomen tuum, Domine, 12 Quis est homo qui timet Dominum? 13 Anima ejus in bonis demorabitur, 14 Firmamentum est Dominus timentibus eum; 15 Oculi mei semper ad Dominum, 16 Respice in me, et miserere mei, 17 Tribulationes cordis mei multiplicatæ sunt: 18 Vide humilitatem meam et laborem meum, 19 Respice inimicos meos, quoniam multiplicati sunt, 20 Custodi animam meam, et erue me: 21 Innocentes et recti adhæserunt mihi, 22 Libera, Deus, Israël |